κέλσεν

κέλσεν
κέλσε̄ν , κέλλω
drive on
fut inf act (epic doric)
κέλλω
drive on
aor ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κέλσεν, Χανς — (Hans Kelsen, Πράγα 1881 – Καλιφόρνια ΗΠΑ 1973). Αυστριακός νομικός. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Βιέννης και της Κολονίας, αλλά εγκατέλειψε τη Γερμανία μετά την άνοδο του ναζισμού και συνέχισε τη διδασκαλία του στη Γενεύη και στην Πράγα. Κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Γκούρβιτς, Γκέοργκι Νταβίντοβιτς — (Georgy Davidovich Gurvich,Νοβοροσίσκ, Κρασνοντάρ 1894 – Παρίσι 1965).Ρώσος κοινωνιολόγος και νομικός. Έζησε στη Γαλλία και δίδαξε στη Σορβόνη, στο Παρίσι. Ξεκινώντας από θέσεις που θεωρούσαν την άμεση εποπτεία ως μόνη πηγή γνώσης, προχώρησε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”